- αὐτοκύλιστος
- αὐτοκύλιστοςself-rolledmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐτοκύλιστον — αὐτοκύλιστος self rolled masc/fem acc sg αὐτοκύλιστος self rolled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκύλιστα — αὐτοκύλιστος self rolled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκλάζω — (I) ΜΑ 1. λυγίζω λίγο τα γόνατα («ὕπτιος αὐτοκύλιστος ὑπώκλασε ταῡρος ἀρούρη», Νόνν.) 2. (με δοτ.) ταπεινώνομαι μπροστά σε κάποιον 3. μτφ. (για λύχνο) σβήνω σιγά σιγά («ἄρχεται ἤδη λύχνος ὑποκλάζειν ἦκα μαραινόμενος», Παύλ. Σιλ.) 4. (μτβ.) κάμπτω … Dictionary of Greek